τρίποδ'

τρίποδ'
τρίποδα , τρίπους
three-footed
neut nom/voc/acc pl
τρίποδα , τρίπους
three-footed
masc/fem acc sg
τρίποδι , τρίπους
three-footed
masc/fem/neut dat sg
τρίποδε , τρίπους
three-footed
masc/fem/neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …   Dictionary of Greek

  • TRIPUS — non unius olim generis. Fuere enim alii τρίποδες ἐμπυριβῆται, sive λέβητες λοετροχόοι, in quibus calefiebat aqua loturis, vel lebetes lavantibus aquam fundentes. Alii fuerunnt τρίποδες ἄπυροι, non sentientes ignem, qui ornatui solum templorum et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εμπυριβήτης — ἐμπυριβήτης, ο (Α) [εν, πυρ, βαίνω] τρίποδας που τοποθετείται πάνω στη φωτιά, κν. σιδεροστιά, πυροστιά («τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ ἐμπυριβήτην», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • επίκαιρος — η, ο (AM ἐπίκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος («επίκαιρη συζήτηση») 2. (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο σπουδαίος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό («επίκαιρα σημεία») νεοελλ. 1. (για ενέργεια) καίριος,… …   Dictionary of Greek

  • τίω — (I) Α 1. απονέμω τιμή σε κάποιον («Ἕκτωρ... οὐδέ τι τίει ἀνέρας οὐδὲ θεούς», Ομ. Ιλ.) 2. έχω σε εκτίμηση, εκτιμώ («θεοὶ μάκαρες... δίκην τίουσι καὶ αἴσιμα ἔργ ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.) 3. ορίζω την αξία ενός πράγματος, διατιμώ («μέγαν τρίποδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”